- αγωνίζομαι
- αγωνίζομαι, αγωνίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀγωνίζομαι — contend for a prize pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… … Dictionary of Greek
αγωνίζομαι — αγωνίστηκα 1. παίρνω μέρος σε αθλητικούς αγώνες: Στη σφαιροβολία αγωνίστηκαν δέκα αθλητές. 2. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, κοπιάζω: Αγωνίζεται να βγάλει το ψωμί του. 3. πολεμώ, μάχομαι: Οι αντίπαλοι στρατοί αγωνίστηκαν σκληρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιέμαι — αγωνίζομαι* … Dictionary of Greek
ἀγωνίσασθε — ἀγωνίζομαι contend for a prize aor imperat mp 2nd pl ἀ̱γωνίσασθε , ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιζομένων — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp fem gen pl ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιζόμενον — ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp masc acc sg ἀγωνίζομαι contend for a prize pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιουμένω — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιουμένων — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp fem gen pl (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιούμενον — ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp masc acc sg (attic epic doric) ἀγωνίζομαι contend for a prize fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)